Είναι ένα συνηθισμένο χειμωνιάτικο πρωινό. Περπατάει βιαστικά στις ψηλές της γόβες, ο ήχος ακούγεται στα αυτιά της τόσο μαγευτικός που αναρωτιέται γιατί κανείς δεν χάνει τις αισθήσεις του στο πέρασμά της. Πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα. Το όνομα της άγνωστο. Βγαίνει από την στάση του μετρό στο Σύνταγμα και προχωράει μπροστά από την Βουλή. Ένας άστεγος κάθεται στο πεζοδρόμιο, σχεδόν φιλώντας το πάτωμα, έχοντας το χέρι του απλωμένο και την χούφτα του να κοιτάει τον ουρανό. Κάτι ζητάει. Μπορεί να ζητάει λεφτά, μπορεί και να περιμένει απλά κάποιον να τον πιάσει από το χέρι και να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Μπορεί και τίποτα από τα δύο. Η πρωταγωνίστριά μας, περνάει από μπροστά του αηδιασμένη, σφίγγοντας στην αγκαλιά της την τσάντας της (την είχε αγοράσει το καλοκαίρι από ένα παζάρι, δεν άξιζε τίποτα αλλά πάντα της άρεσε να δείχνει φοβισμένη μην της την κλέψουν.Το έκαναν όλες οι μεγάλες κυρίες). Το βήμα της γίνεται ακόμα πιο γρήγορο και μονολογεί εκνευρισμένη πως της χαλάει η διάθεση κάθε πρωί να πρέπει να βλέπει αυτά τα αποβράσματα να παρακαλάνε για ψίχουλα αντί να βρουν μια δουλειά...
Περνάει τον τεράστιο δρόμο και κατευθύνεται προς τον κεντρικό δρόμο της Ερμού. Παντού γιορτινές εικόνες. Παντού κόκκινα χρώματα που μάλλον μπουρδέλα θα θύμιζαν σε μένα αλλά η νεαρή κοπέλα έχει άλλη άποψη. Αμέσως ξεχνάει τον γέρο που ζητιάνευε για ψίχουλα, ξεχνάει τον πόνο που απέκτησε από τις ψηλοτάκουνες γόβες στα τελευταία της βήματα. Τα γύρω της καταφέρνουν να κρύψουν σ' αυτήν και σε πολλές άλλες νεαρές κορασίδες την μούχλα που κρύβει στα υπόγεια της αυτή η πόλη. Είναι ευχαριστημένη. Όχι ευτυχισμένη. Αλλά δεν έχει καμία σημασία.
Οι κούκλες στις βιτρίνες μοιάζουν να θέλουν να δραπετεύσουν. Ακόμα κι αυτές, τι ειρωνία.... αυτές που είναι πλασμένες για στολίδια, χρυσαφικά και γούνες, ακόμα κι αυτές δεν αντέχουν, πνίγονται, θέλουν να σπάσουν το τζάμι και να τρέξουν να βρούν τον γέρο με την ανοιχτή χούφτα, να τον σηκώσουν όρθιο και να μην ξαναμπούν ποτέ πίσω από κανένα τζάμι.
Η φίλη μας όμως δεν το βλέπει... Δεν είδε ποτέ της καμία απόδραση από τίποτα στην ζωή της.
Κι ούτε θα δει ποτέ.
Συνεχίζει να περπατάει. Τα τακούνια σπάνε. Η πρωταγωνίστρια σπάει.
