Το Closing time αποτελεί ένα μέρος συνάντησης για όλους εμάς που θέλουμε να μοιραστούμε αυτό το παράξενο συναίσθημα που μας καταβάλει κάποια μοναχικά βράδυα, όταν κανένα τραγούδι δεν μας κάνει και αναρωτιόμαστε γιατί ενώ έχουμε ίντερνετ, δεν βρίσκουμε να κάνουμε τίποτα σ'αυτό...Γι' αυτό λοιπόν, να δίνουμε το ραντεβού μας μετά τις δώδεκα κάθε βράδυ. Το closing time είναι ολονύχτιο μπαρ, κι αν συναντήσετε παράξενους ανθρώπους, μην φοβηθείτε, όλοι έχουν μια ιστορία για να πουν...

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Τακούνια



Είναι ένα συνηθισμένο χειμωνιάτικο πρωινό. Περπατάει βιαστικά στις ψηλές της γόβες, ο ήχος ακούγεται στα αυτιά της τόσο μαγευτικός που αναρωτιέται γιατί κανείς δεν χάνει τις αισθήσεις του στο πέρασμά της. Πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα. Το όνομα της άγνωστο. Βγαίνει από την στάση του μετρό στο Σύνταγμα και προχωράει μπροστά από την Βουλή. Ένας άστεγος κάθεται στο πεζοδρόμιο, σχεδόν φιλώντας το πάτωμα, έχοντας το χέρι του απλωμένο και την χούφτα του να κοιτάει τον ουρανό. Κάτι ζητάει. Μπορεί να ζητάει λεφτά, μπορεί και να περιμένει απλά κάποιον να τον πιάσει από το χέρι και να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Μπορεί και τίποτα από τα δύο. Η πρωταγωνίστριά μας, περνάει από μπροστά του αηδιασμένη, σφίγγοντας στην αγκαλιά της την τσάντας της (την είχε αγοράσει το καλοκαίρι από ένα παζάρι, δεν άξιζε τίποτα αλλά πάντα της άρεσε να δείχνει φοβισμένη μην της την κλέψουν.Το έκαναν όλες οι μεγάλες κυρίες). Το βήμα της γίνεται ακόμα πιο γρήγορο και μονολογεί εκνευρισμένη πως της χαλάει η διάθεση κάθε πρωί να πρέπει να βλέπει αυτά τα αποβράσματα να παρακαλάνε για ψίχουλα αντί να βρουν μια δουλειά...
Περνάει τον τεράστιο δρόμο και κατευθύνεται προς τον κεντρικό δρόμο της Ερμού. Παντού γιορτινές εικόνες. Παντού κόκκινα χρώματα που μάλλον μπουρδέλα θα θύμιζαν σε μένα αλλά η νεαρή κοπέλα έχει άλλη άποψη. Αμέσως ξεχνάει τον γέρο που ζητιάνευε για ψίχουλα, ξεχνάει τον πόνο που απέκτησε από τις ψηλοτάκουνες γόβες στα τελευταία της βήματα. Τα γύρω της καταφέρνουν να κρύψουν σ' αυτήν και σε πολλές άλλες νεαρές κορασίδες την μούχλα που κρύβει στα υπόγεια της αυτή η πόλη. Είναι ευχαριστημένη. Όχι ευτυχισμένη. Αλλά δεν έχει καμία σημασία.
Οι κούκλες στις βιτρίνες μοιάζουν να θέλουν να δραπετεύσουν. Ακόμα κι αυτές, τι ειρωνία.... αυτές που είναι πλασμένες για στολίδια, χρυσαφικά και γούνες, ακόμα κι αυτές δεν αντέχουν, πνίγονται, θέλουν να σπάσουν το τζάμι και να τρέξουν να βρούν τον γέρο με την ανοιχτή χούφτα, να τον σηκώσουν όρθιο και να μην ξαναμπούν ποτέ πίσω από κανένα τζάμι.
Η φίλη μας όμως δεν το βλέπει... Δεν είδε ποτέ της καμία απόδραση από τίποτα στην ζωή της.
Κι ούτε θα δει ποτέ.
Συνεχίζει να περπατάει. Τα τακούνια σπάνε. Η πρωταγωνίστρια σπάει.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

τοίχοι

Δεν αντέχω
Αυτοί εδώ οι τοίχοι με πνίγουν
Γέρνουν κατά μέσα
Όσο εγώ απλώνω τα χέρια
Κι απλώνω την φωνή μου
Και χάνομαι και χάνεται
Σιωπούν οι τοίχοι
Και θορυβούν με ύποπτη ησυχία
Ύποπτη σαν το αίσθημα μου
Και την φωνή μου που απλώνει
Σε ένα παράξενο χάος
Μακρυά από ομορφιά κι ασχήμια 
Μακρυά από το μέσα κι έξω
Και μοιάζει παράξενος ο φόβος
Μοιάζουν ψεύτικοι οι τοίχοι
Δεν είναι όμως,πέφτουν
Σαν εμένα και σαν την βροχή
Και χάνονται και υψώνονται ξανά
Δεν αντέχω
Αυτοί εδώ οι τοίχοι με πνίγουν
Το αδιαπέραστο του αληθινού
Με τρυπάει και με λυγίζει
Και υψώνομαι και πέφτω
Σαν τους τοίχους κι εγώ
         -Αληθινή


Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Κλισε


Πάντα η επιβεβαίωση του ότι δεν είμαι καλά, -όταν δηλαδή νιώθω αυτό το συνηθισμένο σκουλήκι να μου τρώει τα σωθικά σιγά σιγά- είναι όταν όποια μουσική κι αν αντηχήσει στ’ αυτιά μου, μοιάζει με θόρυβο, και ενώ ο καλλίφωνος τροβαδούρος δίνει τον καλύτερό του εαυτό, εγώ προσπαθώ να καταλάβω για ποιο λόγο θα έπρεπε να απολαμβάνω το τραγούδι του, κι αδιάφορη τον κλείνω. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και τώρα. Το ένα κομμάτι μπαίνει μετά το άλλο και ακριβώς με την ίδια συχνότητα κλείνει. Η γκάμα μεγάλη: από ερωτικά oldies, μέχρι ιαπωνική ηλεκτρονική ψυχεδέλεια. Τίποτα για να συνοδεύσει ως σκηνοθετικό χαλί το μαύρο μου χάλι.

Παύση για τσιγάρο. Χαρτάκι, φίλτρο, καπνός. Το τσιγάρο στα χείλια. Αναπτήρας. Ανάβει. Πρώτη ρουφιξιά.

Συνεχίζω λοιπόν. Η ζωή μου δεν έχει νόημα. Κι ας ξεσηκωθεί όποιος θέλει να μου πει με την σειρά όλα τα κλισέ: η ζωή είναι ωραία, ότι κι αν γίνει θα γίνει για καλό, όλα έχουν το σκοπό τους, όταν κλείνει μια πόρτα ανοίγει ένα παράθυρο  και άλλες ηλιθιότητες που τις ξεχνάει ο καθένας όμως όταν πρόκειται για τον ίδιο. Από την άλλη βέβαια, μπορεί να θεωρηθεί εξίσου κλισέ το «η ζωή μου δεν έχει νόημα». Δεν με νοιάζει όμως. Θα λέω ό,τι θέλω, εντάξει;  Τώρα λοιπόν έρχεται το εύλογο ερώτημα, πως καθορίζεται το αν η ζωή έχει νόημα ή όχι; Κι εγώ θα απαντήσω - χωρίς καμία ντροπή για τον μεταμοντέρνο χαρακτήρα του λόγου μου- ότι είναι υποκειμενικό, και θα μονολογήσω πάνω σ’ αυτή την βάση.  Η ζωή μου θα είχε νόημα, αν είχα πάθος. Πάθος για το ο,τιδήποτε, είτε αυτό είναι έμψυχο ον είτε άψυχο με την μορφή μιας καρέκλας, ενός βιβλίου ή μιας ντουλάπας. Είμαι απλά ένα κινούμενο πράγμα που καταφέρνει και ζει, και περνάει τις μέρες και ζει και απλά υπάρχει.

Παύση για ποτό. Το μπουκάλι με το ουίσκι ανοίγει, το ποτήρι γεμίζει παγάκια. Χύνεται μέσα του το πανέμορφο χρυσό υγρό. Πρώτη γουλιά. Κάψιμο στο λαιμό.




Καμία έμπνευση. Παύση για πάντα


Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Μονόπρακτο


O κόσμος γύρω θεριεύει και ορθώνεται με τόσο πείσμα που στο τέλος πέφτει
Μέσα στην βουή του σμήνους, κάπου κάπου βρίσκεσαι κι εσύ, και προσπαθείς με όλη σου την δύναμη να γίνεις ένα μ’ αυτόν τον –τελικά άηχο- ήχο.
Πάει καιρός από την τελευταία φορά που δεν είχες ανάγκη να βουίζεις κι εσύ εκεί μέσα. Σου αρκούσε ένα μικρό τιτίβισμα που και που – έτσι, για να θυμάσαι πως κι εσύ έχεις φωνή

Όλα είναι ίδια ακόμα – μονάχα στο σκοτάδι όμως, γιατί μόνο τότε όλα παίρνουν μια ενιαία μορφή, δίχως λεπτομέρειες, δίχως ομορφιές και ασχήμιες, μακριά από διαφορετικότητα και αλήθεια. Τότε μόνο μοιάζουν όλα ίδια –αλλά ψεύτικα. Σ’ αρέσει.

Κακά τα ψέμματα, σ’ έχω δει πολλές φορές να εξιτάρεσαι με την εφηβεία του μυαλού σου. Μ’ αυτήν την ανεξήγητη ελευθερία δικαιολογημένων πράξεων που άλλοτε φαίνονται σαν μια μικρή ατομική επανάσταση και άλλοτε σαν αυτοδημιούργητο εμπόδιο του αιώνιου πήγαιν’ έλα σου.

Μην σε τρομάζει η παρακμή. Σε τρομάζει, το βλέπω. Ό,τι και να κάνεις εσύ, αυτό το σμήνος που σου έλεγα πιο πριν θα βάλει στην φωτιά το κεφάλι του για σένα – και για μένα.

Κάποιες φορές, παρατηρώ το βλέμμα σου. Δεν στοχεύω σε κάποιο σκοπό –απλά μ’ αρέσει να μαντεύω σκέψεις. Εσύ δεν με δυσκόλεψες. Όσο κι αν θες να βαφτίζεις τον εαυτό σου ιδιαίτερο και «απ’ αλλού φερμένο» δεν με δυσκόλεψες. Αυτή η επιτακτική ανάγκη σου να ξεχωρίζεις κατέστρεφε πάντοτε οποιαδήποτε διαφορετικότητα και γινόσουν τροφή για ανθρώπους σαν κι εμένα.

Μην στεναχωριέσαι, κι εγώ δεν ξέρω ακόμα τον δρόμο μου. Έχω ξεχάσει ήδη πολλά μονοπάτια που σκεφτόμουνα να πάρω. Όλοι έτσι είμαστε. Και τώρα είναι σαν να προσπαθώ να σου πουλήσω τα δικά μου παλιά όνειρα. Δεν φυτρώνει όμως η ρίζα  του πόθου χωρίς λίγη βροχή. Αυτή η βροχή είναι που δεν μπορώ να σου δώσω. Πρέπει να την ψάξεις αλλού. Όχι σ’ αυτά τα μέρη, να προσέξεις που θα πας.

Αύριο ίσως κι όλα να τελειώσουν, ίσως αύριο σιγά σιγά να αδειάσεις απ’ όλα τα επιχρυσωμένα λόγια που εδώ και χρόνια σαν ένα μικρό εργατικό μυρμήγκι μαζεύεις με ευλάβεια στον πάτο του σκαριού σου. Ίσως τελικά και να είχα άδικο. Ίσως να βάλεις κι εσύ το κεφάλι σου στην φωτιά. Για μένα.