Όταν ο χρόνος τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί με τα μακριά του πόδια, χτυπάει πάντα πάνω στο ντουβάρι του τίποτα. Χωρίς τύψεις, χωρίς ντροπή και αμφιβολίες, σκύβω και μαζεύω τα χιλιοσκορπισμένα του κομμάτια από το πάτωμα. Πάντα χάνω μερικά- το βλέμμα μου έχει διδαχθεί να βλέπει μόνο τα μεγάλα- και τα μικρά τα αφήνει χυμένα σε κάποιο μέρος της υπέροχης ανυπαρξίας. Σ’ αυτά λοιπόν τα μέρη, πάντα γνώριζα παράξενους ανθρώπους. Πάντα φοβόμουν την δύναμη του δυνατού και του απροσπέλαστου, το μεγάλο και το ανυπέρβλητο αυτό ντουβάρι που καταφέρνει ακόμα και τον χρόνο να τον διαλύσει, κι αυτός –για τον χρόνο μιλάω- να φύγει με το πρόσωπο κατεβασμένο χαμηλά προς την γη, θρηνώντας για το χαμένο του μεγαλείο. Κάθε φορά που βλέπω την λυπητερή θα έλεγα αποχώρησή του, τον παρομοιάζω με τον θιγμένο εγωισμό ενός γέρου από έναν νέο. Έτσι και ο γέρος, μόλις καταλάβει χάρη σε κάποιο τυχαίο περιστατικό πως τα παλιά μεγαλεία πια περάσαν, κατεβάζει το κεφάλι και προσπαθεί με χίλιους δυο τρόπους να δείξει πως :
-Να!!Τα καταφέρνω ακόμα! Γέλα χρόνε με τα καμώματα σου, δεν έχεις πέσει ακόμα πάνω στο δικό μου ντουβάρι!!
Ο χρόνος τελικά γελάει, αλλά με τα καμώματα του γέρου… Αυτό είναι πάντα το θέμα. Ο χρόνος. Πάντα αυτός κυριαρχεί, μέχρι να χτύπήσει με το κεφάλι του πάνω σ’ αυτόν τον τεράστιο τοίχο που λέγεται τίποτα. Αυτός, που σαν αφέντης απλώνει τα μεγάλα του χέρια σαν να προσπαθεί να αδράξει τα πάντα στο πέρασμα του. Είτε αυτό το πάντα είναι πόνος, είτε είναι χαρά. Ο αφέντης λοιπόν αυτός είναι ο κυρίαρχος του σύμπαντος. Όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου θα γεννηθείς. Όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου θα πεθάνεις. Τόσο απλά και τόσο ξεκάθαρα.
Κάθε φορά που προσπάθησα να νικήσω τον χρόνο, κάθε φορά που του ύψωσα το πιο δυνατό και καλοφτιαγμένο ντουβάρι μπροστά του, αυτός έγινε αιθέρας, έχασε την θεόρατη μορφή του, και πέρασε μέσα του, μην μπορώντας να κάνω τίποτα να το σταματήσω. Κι όλα αυτά για να καταφέρω να κάνω μια στιγμή να διαρκέσει σαν δύο. Άδικος κόπος.
Παράξενα που είναι τα λόγια. Τόσες λέξεις και δεν μπορώ να βρώ ούτε μία για να περιγράψω ακριβώς την μορφή του χρόνου. Αν ήμουν φυσικός θα μπορούσα να πω ότι ο χρόνος ισούται με t=κάτι επί κάτι αλλά ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τους τύπους. Με κέρδισαν τα πολλά λόγια και ο ρομαντισμός. Ο ρομαντισμός…αχ! ο ρομαντισμός… Πάντα με γοήτευε αυτός ο συνδυασμός έρωτα και θανάτου. Πάντα όταν τον σκέφτομαι νιώθω ότι μυρίζω ξεραμένα τριαντάφυλλα και βρώμικο δέρμα. Δεν ξέρω γιατί αλλά λατρεύω αυτή την μυρωδιά. Αυτή η αίσθηση του χαμένου, η γλυκιά και ταυτόχρονα αβάσταχτη μελαγχολία, βαμμένη με σκούρα κόκκινα χρώματα, με μακριά σγουρά μαλλιά και ένα μαύρο φόρεμα, καθισμένη στον επιβλητικό της θρόνο, και μπροστά της να σφάζονται ερωτευμένες κόρες ενώ έρχονται σε οργασμό απ’ την μαζοχιστική ανάγκη ταπείνωσης.
Ένα δωμάτιο σκοτεινό. Μυρίζει κλεισούρα. Καταλαβαίνεις αμέσως μόλις μπεις, ότι ποτέ δεν έχει ανοιχτεί κάποιο παράθυρο. Οι μυρωδιές πολλές. Άσχημες και ενοχλητικές για τα λεπτεπίλεπτα ρουθούνια. Ένας καναπές. Πάνω ένα σεντόνι γεμάτο ανθρώπινες ουσίες διάφορων ειδών. Σακουλάκια φαγητών, κουτάκια μπύρας, ένα υπέροχο ταλάντευμα ανάμεσα σε λογοτεχνική ομορφιά και απόλυτο ξεπεσμό. Οι τοίχοι άδειοι, δυο τρεις αφίσες μόνο, θυμίζουν πως κάποτε υπήρχε έστω διάθεση να προσπαθήσεις να καρφώσεις στον τοίχο την φάτσα κάποιου τύπου που τώρα δεν σου θυμίζει απολύτως τίποτα. Ένας ενοχλητικός ήχος ακούγεται. Η τηλεόραση ανοιχτή- κανάλι ένα. Διαφημίσεις παίζουν η μία μετά την άλλη. Σ’ όλες, πρωταγωνιστούν χαρούμενες ξανθές και καλοφουσκωμένοι μελαχρινοί. Το φως της τηλεόρασης κάνει τα πάντα να μοιάζουν μοναχικά.(ίσως και όχι)
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζω ακριβώς τον λόγο. Απλά έχω ακούσει πως όταν γράφεις ό,τι σου κατεβαίνει, αποκαλύπτεις τι κρύβεις στο υποσυνείδητό σου. Ίσως να προσπαθώ λοιπόν να ανακαλύψω τι κρύβω μέσα μου. Ίσως απλά να μου αρέσει και η ιδέα του να γράφω κάτι χωρίς νόημα και συνέχεια.