Φυσούσε από τα πρησμένα χείλια της τον καπνό. Μόλις είχε κάνει σεξ. Παρατηρούσε ένα κουνούπι που πετούσε εκνευριστικά μέσα στο δωμάτιο. Πρώτη φορά της φαινόταν ένα στρώμα τόσο άβολο. Είχε και την εντύπωση ότι πιο άσχημη κρεβατοκάμαρα δεν είχε δει. Γενικά, τόσο ανούσια. Δύο κρεβάτια και μια απλώστρα για ρούχα. Τι θα μπορούσε άραγε να δει αλληγορικά σ’ αυτή την απλώστρα; Μάλλον τίποτα, εκτός και αν είχε κρεμασμένα κεφάλια ή χέρια ή γενικότερα κάποιον άνθρωπο. Τότε ναι, θα μπορούσε να την δει λίγο περισσότερο ως μια καλλιτεχνική παρέμβαση στο άδειο δωμάτιο. Εδώ και ώρα ένιωθε και μια βαριά μυρωδιά που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ερχόταν. Μάλλον από τα κρεμασμένα κεφάλια που φανταζόταν στην απλώστρα.
Ακούμπησε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της. Ένιωσε ότι δεν της ανήκει αυτό που καθόταν κρυμμένο ανάμεσά τους. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν ήταν φτιαγμένο για να υπακούει στις διαταγές του αφέντη του. Την είχε απογοητεύσει απόψε.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και μάζεψε τα ρούχα της από το βρώμικο πάτωμα, πιάνοντας την μέση της σαν γριά που μαζεύει χόρτα. Άρχισε να ντύνεται γρήγορα και ανοίγοντας την πόρτα όσο πιο σιγά μπορούσε γλίστρησε έξω από το δωμάτιο. Αυτός είχε πάει στην τουαλέτα να πλυθεί και για μια στιγμή ευχήθηκε να έχει πνιγεί μες στην μπανιέρα.
« Που πας;» την ρώτησε ξαφνιασμένος όταν την είδε και όταν τον είδε κι αυτή απογοητευμένη που τελικά δεν είχε πνιγεί στην μπανιέρα.
« Ε… ε βασικά πρέπει να πάω σπίτι γιατί νομίζω πως… έχω αφήσει το μάτι της κουζίνας ανοιχτό» δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλη δικαιολογία..
« Α! εντάξει τότε… να ξαναβρεθούμε, να με πάρεις και τηλέφωνο να μου πεις τι έγινε!»
« Τι έγινε με τι;»
« Με το μάτι της κουζίνας… αν το είχες αφήσει ανοιχτό.»
« Α, ναι το μάτι…καληνύχτα…» Έκλεισε την πόρτα πίσω της και βγήκε στον δρόμο. Ο αέρας μύριζε σαν κάποιος να πέθανε πριν λίγο.